ομοιοτης

ομοιοτης
    ὁμοιότης
    -ητος ἥ тж. pl. сходство, подобие
    

ὁμοιότητι εἶναι κατά τι Plat. — сохранять сходство с чем-л.;

    εἰς ὁμοιότητά τινι Plat. — по подобию кого-л., в подражание кому-л.;
    καθ΄ ὁμοιότητα Arst. — на основании сходства, по аналогии, NT. подобным (же) образом


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ομοιοτης" в других словарях:

  • ὁμοιότης — likeness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁμοιότης φιλότητος μήτηρ. — См. Кому на ком жениться, тот в того и родится …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὁμοιοτήτων — ὁμοιότης likeness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιότησι — ὁμοιότης likeness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιότησιν — ὁμοιότης likeness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιότητα — ὁμοιότης likeness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιότητας — ὁμοιότης likeness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιότητες — ὁμοιότης likeness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιότητι — ὁμοιότης likeness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιότητος — ὁμοιότης likeness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοιότητα — Δύο σχήματα χαρακτηρίζονται όμοια αν είναι δυνατό να καθοριστεί μεταξύ των σημείων τους μια αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία, η οποία διατηρεί τα σημεία που βρίσκοντα σε ευθεία, έτσι ώστε ο λόγος (έστω λ) μεταξύ δύο οποιωνδήποτε αντίστοιχων τμημάτων… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»